- ταινιόπωλις
- ταινιόπωλις, ιδος, ἡ,A dealer in ταινίαι, Eup.243, D.57.34.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταινιόπωλις — dealer in fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταινιόπωλις — ώλιδος, ἡ, Α αυτή που πουλά ταινίες, δηλαδή ζώνες, επιδέσμους κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταινία + πωλις, θηλ. τού πώλης*] … Dictionary of Greek
ταινιόπωλιν — ταινιόπωλις dealer in fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)